πυρά

πυρά
πῠρά [(A)], ῶν, τά,
A watch-fires, in Hom. only nom. and acc.,

καίωμεν πυρὰ πολλά Il.8.509

, cf. 554, 9.77, 10.12;

ἐκκαύσαντες π. Hdt.4.134

; πύρ' αἴθει ([etym.] ν) prob. for πυραίθει ([etym.] ν) in E.Rh.41 (lyr.), 78,823 (lyr.) and for πύραιθεῖν (sic) in Call.Fr.1.13 P.;

πυρὰ δαίεται E.Rh.136

(lyr.); ὡς . . ᾐσθάνοντό τὰ πυρὰ . . φανέντα the beacon-fires, Th.8.102;

π. κατασβεννύναι X.An.6.3.25

; dat., ἐπιτυγχάνει πυροῖς ἐρήμοις ib.7.2.18, cf. Cyr.4.2.16; of volcanic fires, Arist.Mir.833a1;

πυρά . . εὔδηλα πᾶσι Scymn.258

: metaph.,

δῆμος π. ἐς τὸν Τίβεριν πολλὰ ἐνέβαλε D.C.55.13

. (A sg. πυρόν is cited by Hdn.Gr.2.944, but rejected by Eust.729.63: the accent, as well as dat. πυροῖς, shows that πυρά does not belong to πῦρ.)
------------------------------------
πῠρά [(B)], ᾶς, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] πῠρή, ῆς, , ([etym.] πῦρ)
A funeral-pyre,

πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί Il.1.52

, etc.;

πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς 4.99

, etc.;

ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν 23.165

, 24.787, cf. Pi.N.9.24, S.Tr.1254, etc.;

ποίησαν δὲ πυρὴν ἑκατόμπεδον Il.23.164

; πυρὴν νῆσαι, συννῆσαι, to raise one, Hdt.1.50, 86; πυρῆς ἁμμένης ibid.;

τινὰ πυρᾷ κέαντες S.El.757

;

σκῦλα πρὸς πυρὰν ἐμὴν κόμιζε Id.Ph.1432

;

ἐπὶ τῇ π. κείμενος Pl.R.614b

; αἱ τῶν ζωγρηθέντων σφαγαὶ εἰς τὴν π. ib.391b.
b mound raised on the place of the pyre, tumulus, Pi.I.8(7).63, S.El.901, E.Hec.386, IT26.
2 altar for burnt sacrifice, Hdt.7.167, E.Ion 1258 (troch.);

ἑρκεῖος π. Id.Tr.483

; fire burning thereon, dub. l. in Hdt.2.39.
3 burning mass, ib.107, Zos.2.13; λαμπάδων π. a mass of burning torches, D.S.17.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρά — watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρα — Πύρᾱ , Πύρης masc nom/voc/acc dual Πύρης masc voc sg Πύρᾱ , Πύρης masc voc sg (attic) Πύρᾱ , Πύρης masc gen sg (doric aeolic) Πύρης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρα — πύρα, η και πυράδα, η και πυρή, η 1. θερμότητα, ακτινοβολία θερμότητας: Η πύρα του φούρνου. 2. ερεθισμός, φλόγωση μέλους του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • Πύρᾳ — Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρα — η, ΝΜ μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. η ακτινοβολία τής θερμότητας τής φωτιάς, πυράδα 2. φλόγωση ασθενούς μέλους τού σώματος ή ερεθισμός πληγής 3. η θερμότητα που οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • πυρά — η 1. πυρ, φωτιά. 2. το μέρος όπου άναβαν οι αρχαίοι Έλληνες φωτιά, εστία, βωμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρᾷ — πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρᾶι — πυρᾷ , πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυρᾷ , πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρᾷ , πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρ' — Πύρα , Πύρης masc voc sg Πύρα , Πύρης masc nom sg (epic) Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) Πύρι , Πύρις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρας — Πύρᾱς , Πύρης masc acc pl Πύρᾱς , Πύρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”